- φιλόσοφος
- Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το αίμα του. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιανουαρίου.
* * *ο, η / φιλόσοφος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που αγαπά τη σοφία, τη γνώση2. αυτός που ασχολείται με την φιλοσοφία, που ερευνά τις αρχές και τις αιτίες τών όντων3. ιδρυτής φιλοσοφικού συστήματος, φιλοσοφικής σχολής4. αυτός που ασχολείται με την διδασκαλία τής φιλοσοφίας και την συγγραφή φιλοσοφικών έργων5. μτφ. αυτός που αντιμετωπίζει την ζωή και, ιδίως, τις αντιξοότητες με εγκαρτέρηση και στωικότητα6. φρ. «ο σκηνικός [ή από σκηνής] φιλόσοφος» — ο Ευριπίδης, ο οποίος ονομάστηκε έτσι επειδή στα έργα του υπάρχει έντονη φιλοσοφική σκέψημσν.-αρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ φιλόσοφος·μοναχός, ασκητήςαρχ.1. αυτός που αγαπά τη μόρφωση, την παιδεία, την επιστήμη, κυρίως σε αντιδιαστολή προς το σοφιστής («ψέγουσι δὲ καὶ ἄλλοι πολλοὶ τοὺς νῡν σοφιστὰς καὶ οὐ τοὺς φιλοσόφους», Ξεν.)2. δάσκαλος ελευθέριας τέχνης ή επιστήμης, ιδίως τής λογικής, τής ρητορικής ή τής διαλεκτικής·3. μτγν. ακαδημαϊκός, μέλος τού Μουσείου τής Αλεξάνδρειας·4. εκκλ. αυτός που διάγει πνευματικό βίο, που ζει με αυταπάρνηση7. (κατά τον Ησύχ.) «φιλόσοφος ό πάντων πειραθείς, φιλομαθής»8. (το ουδ.) τὸ φιλόσοφονα) ως επίθ. i) φιλοσοφικό, θεωρητικό («φιλοσοφώτερον ιστορίας ή ποίησις», Αριστοτ.)ii) διδακτικό ή παραινετικόβ) ως ουσ. i) η φιλοσοφίαii) (σχετική με πρόσ.) φιλοσοφική διάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + σοφός].
Dictionary of Greek. 2013.